χαιτίζω

χαιτίζω
Α [χαίτη]
περιποιούμαι, χτενίζω τη χαίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”